- ὀξύχειρ
- ὀξύχειρquick with the handsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξύχειρ — ὀξύχειρ, χειρος, ὁ, ἡ (Α) 1. μτφ. εριστικός, φιλόνικος («ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής», Νικόμ.) 2. φρ. «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» με γρήγορο χτύπο τών χεριών κατά τον θρήνο, (Αισχύλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + χείρ, χειρός (πρβλ. μαλακό χειρ)] … Dictionary of Greek
ὀξύχειρα — ὀξύχειρ quick with the hands masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύχειρας — ὀξύχειρ quick with the hands masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύχειρι — ὀξύχειρ quick with the hands masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek